Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009

Φτερα!

Φτερά!
Μόλις γεννήθηκα κοίταξα ψηλά.
Μου άρεσε ο γαλάζιος ουρανός και τα σύννεφα.
Φώναξα:
- Θέλω φτερά!
Ο πατέρας μου, με κοίταξε σκεφτικός.
- Μα τι τα θες εσύ τώρα τα φτερά; Αφού αυτά κοστίζουν! Ζήσε καλύτερα κάτω στο χώμα σαν τα μυρμήγκια που αποταμιεύουν!
Δεν το έβαλα κάτω. Ξαναφώναξα:
-Θέλω φτερά!
Η μάνα μου ανήσυχη, με ένα μεγάλο πιάτο στο χέρι φώναξε:
-Μα τι τα θες τώρα τα φτερά; Κοίτα τι ωραίο φαΐ που έφτιαξα να φας, να βαρύνεις και να μη θες να πας ποτέ πουθενά. Να είσαι για πάντα το μωρό μου… ακόμα κι αν γίνεις εξήντα χρονών!
Αισθάνθηκα να πνίγομαι, αλλά το ξαναείπα
- Θέλω φτερά!
Οι φίλοι μου είπαν:
- Σιγά που θα βγάλεις τώρα εσύ φτερά! Ο καθένας μας ζει στην απελπισμένη του καθημερινότητα. Εσύ γιατί να ξεφύγεις;
Και τότε ήλθε και με πήρε στις φτερούγες του ένας πανέμορφος Χρυσοπόρφυρος Δράκος… Κι από τότε δεν έχω ακόμα προσγειωθεί….